-
1 κατα-δαίω
κατα-δαίω (s. δαίω), zertheilen, zerstückeln; als Tmesis rechnet man hierher οἰωνοὶ κατὰ πάντα δάσονται Il. 22, 354; ὑπ' ἰχϑύων καταδασϑῆναι Luc. Demon. 35; καταδέδασται erwähnt Hesych.
-
2 καταδατέομαι
A divide among themselves, tear and devour,κύνες κατὰ πάντα δάσονται Il.22.354
:— [voice] Pass., ὑπ' ἰχθύων καταδασθῆναι (nisi leg. κατεδεσθῆναι) Luc.Demon. 35; καταδέδασται· καταβέβρωται, καταμεμέρισται, Hsch.II τὰν γᾶν κατεδασσάμεθα divided, allotted it, Tab.Heracl.2.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταδατέομαι
-
3 καταδαιομαι
(inf. aor. pass. καταδασθῆναι)1) med. пожирать(πάντα Hom. - in tmesi)
2) pass. быть пожираемым(ὑπ΄ ἰχθύων Luc.)
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский